- υποστηρίζομαι
- υποστηρίζομαι, υποστηρίχτηκα (σπάν. υποστηρίχθηκα), υποστηριγμένος βλ. πίν. 24
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αλληλοσυμπράττω — βρίσκομαι σε αμοιβαία συνεργασία, υποστηρίζομαι από κάποιον και τόν υποστηρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + συμπράττω] … Dictionary of Greek
γύρω — και γύρο και γύρα επίρρ. [γύρος] 1. κυκλικά, ολόγυρα 2. (χρονικά) περίπου 3. φρ. α) «έχω γύρω μου κάποιον» υποστηρίζομαι β) «τα φέρνω γύρω» τα καταφέρνω, εξοικονομώ τα προς το ζην γ) «φέρνω γύρω» περιφέρομαι … Dictionary of Greek
διατρέφω — (AM διατρέφω) 1. τρέφω, τροφοδοτώ, παρέχω τα απαραίτητα για συντήρηση 2. παθ. υποστηρίζομαι συνεχώς … Dictionary of Greek
επιστηρίζω — (AM ἐπιστηρίζω) [στηρίζω] 1. στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι 2. παθ. επιστηρίζομαι στηρίζομαι, υποστηρίζομαι αρχ. μσν. εξασφαλίζω, επιβεβαιώνω μσν. δείχνω, αποδεικνύω αρχ. 1. κάνω κάτι να στηρίζεται, στερεώνω 2. τοποθετώ επάνω, καθίζω … Dictionary of Greek
προϋπερείδομαι — Α προηγουμένως υποστηρίζομαι, ενισχύομαι, δυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὑπερείδω «στηρίζω, υποστηρίζω»] … Dictionary of Greek